- ψείρες
- (φθείρες). Έντομα της τάξης των ανοπλούρων της οικογένειας των φθειριδών, που περιλαμβάνει αιματοφάγα εξωπαράσιτα του ανθρώπου και των πιθήκων. Το κεφάλι δεν έχει oφθαλμίδια και τα στοματικά όργανα είναι δηκτικού και μυζητικού τύπου. Ο θώρακας, στερούμενος πτερύγων, έχει πόδια εφοδιασμένα με γαμψά νύχια, που, μαζί με τα άκρα των σχετικών αντικνημίων, αποτελούν πραγματικές δαγκάνες με τις οποίες οι ψ. στερεώνονται στο δέρμα του ξενιστή. Το γένος φθειρ (pediculus), που χαρακτηρίζεται από την κοιλιά του, η οποία διαιρείται σε πολλά τμήματα, περιλαμβάνει το είδος φθειρ του ανθρώπου, που διακρίνεται σε 2 υποείδη, φθειρ της κεφαλής του ανθρώπου (pediculus humanis capitis) και φθειρ των ενδυμάτων του ανθρώπου (pediculus humanus vetsi-mentorum). Σύμφωνα με μερικούς ζωολόγους, οι 2 αυτές ψ. αποτελούν διαφορετικά είδη. Όπως οι ψ. της κεφαλής μπορούν να ζήσουν και σε άλλα τμήματα του σώματος, έτσι και οι ψ. των ενδυμάτων μπορούν να μεταφερθούν στα μαλλιά: και τα δύο υποείδη μπορούν να διασταυρωθούν και να δώσουν γόνιμα υβρίδια. Μερικοί εντομολόγοι πάλι υποστηρίζουν ότι σε κάθε ανθρώπινο σώμα παρασιτεί διαφορετική φυλή ψ. και οι διάφορες αυτές φυλές θα αποτελούν υβρίδια.
Η ψ. του κεφαλιού, που απαντάται στους λευκούς ανθρώπους, έχει μήκος 3,3 χιλιοστά, το θηλυκό· το αρσενικό είναι λίγο μικρότερο και παρουσιάζει δύο σκούρες εγκάρσιες λωρίδες. Κάθε θηλυκό μπορεί να γεννήσει έως 300 αβγά, που κολλούν με μια ουσία η οποία εκκρίνεται από κατάλληλους αδένες στα μαλλιά του ξενιστή: τα μικρά, που γεννιούνται ύστερα από περίπου μια εβδομάδα, αρχίζουν αμέσως να τρέφονται με αίμα. Οι ψ. των ενδυμάτων έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις και λευκωπό χρωματισμό, αντί καφέ σκούρο όπως το άλλο υποείδος· οι ψ. αυτές ζουν στις ραφές και στις πτυχές των ρούχων και από εκεί μεταφέρονται στο δέρμα του ανθρώπου για να τραφούν με αίμα. Οι ψ. μπορούν να γίνουν φορείς διαφόρων ασθενειών, μεταξύ των οποίων ο εξανθηματικός τύφος ή ο υπόστροφος πυρετός. Ψ. των πουλερικών λέγονται τα Μαλλόφαγα, μερικά από τα οποία παρασιτούν σε κατοικίδια και σε άγρια θηλαστικά. Ψ. των φυτών λέγονται κοινά επίσης οι αφίδες.
Ψείρες των φυτών σ’ ένα κλαδί.
Dictionary of Greek. 2013.